παραλόγιασμα

παραλόγιασμα
το [παραλογιάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλογιάζω, η διατάραξη τών διανοητικών λειτουργιών ή η επικράτηση τού παρορμητικού και τού συναισθηματικού στοιχείου στη συμπεριφορά, η τρέλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλόγιασμα — το ατος, η πράξη και το αποτέλεσμα του παραλογιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”